Για τα διακριτικά στις στολές των αστυνομικών οργάνων

Η Κυβέρνηση δια των αρμοδίων Υπουργών της, τόσο του πρώην Υπουργού Προστασίας του Πολίτη κ. Χρυσοχοΐδη όσο και διά του νυν κ. Παπουτσή, έχει πολλάκις εξαγγείλει ότι προτίθεται να θεσπίσει υποχρέωση των αστυνομικών οργάνων να φέρουν διακριτικά στις στολές τους ώστε να καθίσταται δυνατή η ταυτοποίηση ενός διοικητικού οργάνου κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του. Ωστόσο, η αυτονόητη αυτή υποχρέωση της πολιτείας παραμένει ακόμη εξαγγελία. Και αυτό διότι φαίνεται να συναντά την εντελώς προβληματική άρνηση των ίδιων των αστυνομικών.

Επισημαίνεται δε ότι τα αστυνομικά όργανα δεν είναι οποιαδήποτε διοικητικά όργανα, τα οποία ούτως ή άλλως υπόκεινται στις αρχές της νομιμότητας και της χρηστής διοίκησης που διέπουν ένα κράτος δικαίου. Είναι διοικητικά όργανα επιφορτισμένα, μεταξύ άλλων, να κάνουν, υπό περιστάσεις, χρήση βίας. Ως εκ τούτου, οφείλει το κράτος να διασφαλίζει στον πολίτη τη δυνατότητα να μπορεί να ταυτοποιήσει το πρόσωπο το οποίο ο ίδιος κρίνει ότι σε βάρος του τέλεσε κάποιο αδίκημα, όπως μπορεί να κάνει για οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο ανεξαιρέτως. Οφείλει δηλαδή το κράτος να διασφαλίζει το δικαίωμα καθενός εξ ημών να έχει ακώλυτη πρόσβαση στη δικαιοσύνη, όπως επιτάσσει το άρ. 20 του Συντάγματος και 6 της ΕΣΔΑ, αδιαμεσολάβητα και χωρίς καμία εξαίρεση.

Τον τελευταίο καιρό συστηματικά γινόμαστε μάρτυρες περιστατικών αστυνομικής βίας, είτε έχουμε φυσική παρουσία σε χώρο συναθροίσεων είτε παρακολουθούμε δεκάδες βίντεο που κυκλοφορούν στην τηλεόραση και στο διαδίκτυο. Κάποια εξ αυτών δείχνουν αστυνομικά όργανα να κάνουν ακραία χρήση βίας σε βάρος πολιτών, είτε κατά τη διάρκεια σύλληψής τους, και αφού πλέον το πρόσωπο βρίσκεται ακινητοποιημένο, άοπλο και στην πλήρη διάθεση των αρχών, είτε κατά τη διάλυση διαδηλώσεων. Τα περιστατικά αυτά χρήζουν τουλάχιστον δικαστικής διερεύνησης. Η διερεύνηση όμως αυτή καθίσταται αδύνατη, όπως έχει δείξει η πρακτική, μεταξύ άλλων και επειδή τα αστυνομικά όργανα, έχουν καλυμμένα τα χαρακτηριστικά τους (φέροντας κράνη) και δεν φέρουν κανένα διακριτικό. Ως εκ τούτου, όχι απλώς ο παθών αδυνατεί να αναγνωρίσει με οποιονδήποτε τρόπο, άρα να ταυτοποιήσει και να καταγγείλει τον δράστη της σε βάρος του άδικης πράξης αλλά ούτε η ίδια η διοίκηση δεν μπορεί να φέρει εις πέρας μια πειθαρχική διαδικασία εις βάρος του αστυνομικού που φέρεται ότι διέπραξε ένα αδίκημα. Είναι μάλλον περιττό να επισημάνει κανείς την επικινδυνότητα που υπάρχει όταν ένα κράτος, με τις παραλείψεις του, ακυρώνει πλήρως το δικαίωμα δικαστικής προστασίας του καθενός εξ ημών.

Η Πολιτεία συνεπώς έχει συνταγματική υποχρέωση, που απορρέει πρωτίστως από το δικαίωμα δικαστικής προστασίας, αλλά και από τις αρχές της νομιμότητας, της χρηστής διοίκησης και της εμπιστοσύνης του διοικουμένου, να επιβάλλει στα αστυνομικά όργανα να φέρουν διακριτικά, δηλαδή να δρουν κατά την εκτέλεση δημόσιας υπηρεσίας όχι κρυφά αλλά φανερά. Προκαλεί μάλιστα απορία που το μέτρο αυτό είναι δυνατόν σε μία δημοκρατική πολιτεία να συνιστά αντικείμενο διαλόγου μεταξύ κυβερνώντων και συνδικαλιστικών φορέων και τελικώς να μην υλοποιείται λόγω αντιδράσεων!

Η κρυφή δράση και η χρήση βίας χωρίς ονοματεπώνυμο δεν μπορεί να νοείται στο χώρο της έννομης βίας σε μία δημοκρατική κοινωνία ούτε μπορεί να υπάρχει μία μερίδα κρατικών δημοσίων υπαλλήλων, και μάλιστα σε τόσο ευαίσθητες θέσεις, η οποία συστηματικά να αρνείται να δηλώσει το όνομά της.

 

φωτογραφία: Bob Bob

 

αυθαιρεσία

Μέλος

Newsletter