Πόσο αυτόνομος μπορεί να είναι ο αγώνας για τα δικαιώματα σε συνθήκες κρίσης; Προτεραιότητες και στρατηγικές

Ξεκινάω με δύο θέσεις. Η πρώτη είναι ότι κανένας επιμέρους αγώνας που διεξάγεται μέσα σε μια κοινωνία, είτε ο δικαιωματικός είτε ο οικολογικός είτε οποιοσδήποτε άλλος, δεν μπορεί να διεκδικήσει έκβαση ανεξάρτητη από τον κεντρικό κοινωνικό ανταγωνισμό, ο οποίος σε τελευταία ανάλυση, όπως έλεγε ο μεγάλος γάλλος φιλόσοφος, παραπέμπει στην οικονομία και την παραγωγή. Η δεύτερη είναι ότι αυτό που ισχύει σε συνθήκες κρίσης δεν μπορεί να είναι πλήρως διαφορετικό από τον γενικό κανόνα.

Ο αγώνας για δικαιώματα δεν είναι στεγανός

Με ένα λόγο, ο αγώνας για τα δικαιώματα δεν μπορεί να είναι στεγανός, είτε διάγουμε περίοδο κρίσης είτε όχι· δεν νοείται δηλαδή αγώνας που να λέει: «Εμένα δεν με ενδιαφέρει τίποτε άλλο, παρά τα δικαιώματα του Ανθρώπου». Μιλώντας έτσι για τον «Άνθρωπο» (με κεφαλαίο Α), μια ουσία υπεράνω όλων, αδιαφορούμε για τους ανθρώπους στην καθημερινότητά τους. Αυτή είναι, ας μου επιτραπεί σχηματικά, η νόσος των human rights, η οποία όμως δεν απασχολεί το παρόν κείμενο, παρά μόνο υπαινικτικά. Σε γενικές γραμμές λοιπόν, αυτό που ισχύει εκτός κρίσης ισχύει και εντός, με τη διαφορά ότι σε συνθήκες όπως αυτές που ζούμε σήμερα τα ερωτήματα τίθενται φυσικά με οξύτερο και οριακό τρόπο. Η οριακότητα αυτή απασχολεί το παρόν κείμενο.

Υπάρχει κάτι στην ατζέντα των δικαιωμάτων που δύναται να τεθεί έξω από συσχετισμούς κοινωνικών δυνάμεων; Υπάρχει σκληρός πυρήνας υπεράνω διαπραγματεύσεων, είτε σε καιρό κρίσης είτε εκτός; Ή, αντιθέτως, εφόσον το κανονιστικό περιεχόμενο των δικαιωμάτων συμπυκνώνει την κατά καιρούς έκβαση των κοινωνικών ανταγωνισμών, τότε δεν έχει και μεγάλο νόημα να συζητάμε για σκληρό πυρήνα κανονιστικότητας, καθώς όλα τίθενται υπό κοινωνική αναδιαπραγμάτευση; Σε συνθήκες μάλιστα όπου «η πίτα μικραίνει» δραστικά και, αν μη τι άλλο, μια σειρά από κοινωνικές παροχές και κεκτημένα αίρονται, τότε το αδιαίρετο όλον των κοινωνικών, ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων ακυρώνεται, καθώς τα κοινωνικά δικαιώματα οπισθοχωρούν άτακτα, όπως κατεξοχήν συμβαίνει σήμερα.

Μπορεί, τέλος, η συζήτηση αυτή σε συνθήκες οριακότητας να διεξαχθεί με όρους δικαιωμάτων, δηλαδή νομιμοποιημένων και νομικά κατοχυρωμένων αξιώσεων στην απολαβή ενός αγαθού ή μήπως αυτή η ελπίδα είναι φρούδα και, σε τελευταία ανάλυση, στρατηγικά λάθος; Διότι αν σε όλα τα κοινωνικά κεκτημένα φορέσουμε το μανδύα του δικαιώματος, τότε η ίδια η έννοια (του δικαιώματος) υποβαθμίζεται στο περιεχόμενο μιας οποιασδήποτε συνδικαλιστικής διεκδίκησης αλλά και καθίσταται αλυσιτελής, καθώς η απόλαυσή του εξαρτάται άμεσα από οικονομικά μεγέθη τα οποία δεν επαρκούν. Άρα, μήπως στην προσπάθειά μας να κατοχυρώσουμε νομικά το περιεχόμενο των κοινωνικών δικαιωμάτων συμπαρασύρουμε στην απαξίωση και τα συμπαγώς κεκτημένα ατομικά; Για να προχωρήσουμε ακόμη περισσότερο αυτή τη συλλογιστική, θα μπορούσε να γίνει μια διάκριση. Το ελαστικό, υπό διαρκή κοινωνική διαπραγμάτευση, κανονιστικό περιεχόμενο των κοινωνικών δικαιωμάτων δεν ταυτίζεται με τον πυρήνα των ατομικών δικαιωμάτων ο οποίος επιβιώνει ανεξάρτητα από οικονομικές πολιτικές. Κι όμως: η συνεχής υποβάθμιση των κοινωνικών δικαιωμάτων οδηγεί αναπόδραστα στην συρρίκνωση και των ατομικών δικαιωμάτων, τα οποία ενέχουν αγώγιμες αξιώσεις, που υπάρχουν ανεξάρτητα από το αν ένα κράτος έχει ή δεν έχει να πληρώσει. Έναντι άλλων παραδειγμάτων, δεν μπορεί να προσποιείται κανείς ότι η ελευθερία του λόγου έχει συγκρίσιμο κανονιστικό περιεχόμενο με το δικαίωμα στην υγεία καθώς οι παραβιάσεις της ελευθερίας της έκφρασης οδηγούν σε δικαστικές καταδίκες των κρατικών πολιτικών ενώ οι παραβιάσεις του δικαιώματος στην υγεία οδηγούν (στην καλύτερη περίπτωση) σε πολιτικές αντιμετώπισης του προβλήματος.

Από την άλλη, δεν χρειάζεται πτυχίο Νομικής για να καταλάβει κανείς ότι η συρρίκνωση κοινωνικών κεκτημένων τροφοδοτεί κοινωνικές εντάσεις, αυτές με τη σειρά τους αυταρχισμό και κατάχρηση αστυνομικής βίας κλπ. Η βία αυτή μακροπρόθεσμα αδρανοποιεί και το ίδιο το κανονιστικό περιεχόμενο της συνάθροισης (σε αγαστή φυσικά συμμαχία με τον άναρχο τρόπο με τον οποίο η ελευθερία αυτή γίνεται αντιληπτή στην Ελλάδα της μεταπολίτευσης). Το ελληνικό πολιτικό σκηνικό βρίθει από τέτοια στιγμιότυπα με αποκορύφωμα αυτό που ζήσαμε επ’ ευκαιρία της ψήφισης του Μεσοπρόθεσμου στα τέλη Ιουνίου του 2011. Αυτό το απλό παράδειγμα νομίζω πως δείχνει την ολισθηρότητα της άνευ όρων συμπερίληψης των αξιώσεων κοινωνικών παροχών στη ατζέντα των δικαιωμάτων αλλά και την ταυτόχρονη ανάγκη για κατανόηση του θέματος στη σύνθετη ολότητά του.

Πόσο ελαστικό είναι το κανονιστικό περιεχόμενο των δικαιωμάτων;

Το γεγονός ότι το περιεχόμενο των κοινωνικών δικαιωμάτων είναι ρευστό και απολύτως υπαγόμενο σε ταξικούς συσχετισμούς δυνάμεων δεν πρέπει να μας κάνει να ξεχνάμε ότι, σε τελευταία ανάλυση, το ίδιο συμβαίνει και με τα ατομικά ή και τα πολιτικά δικαιώματα. Το δικαίωμα να μιλάμε, να συναθροιζόμαστε και να ψηφίζουμε ελεύθερα δεν το έχουμε επειδή το προοίμιο της Γαλλικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη λέει ότι «οι άνθρωποι γεννιούνται ελεύθεροι και ίσοι», αλλά επειδή έγιναν και γίνονται αγώνες των οποίων η έκβαση αποκρυσταλλώνεται με ιστορικά ανακαθοριζόμενο τρόπο στη συνταγματική κατοχύρωση των δικαιωμάτων αυτών και την κατά καιρούς διαφοροποιούμενη ερμηνεία τους από τις εθνικές και διεθνείς δικαιοδοτικές αρχές. Άρα, ναι μεν το περιεχόμενο των κοινωνικών δικαιωμάτων είναι ρευστό, υπό διαρκή διαπραγμάτευση, αλλά ταυτόχρονα και το περιεχόμενο των ατομικών δικαιωμάτων κάθε άλλο παρά υπεράνω διαπραγματεύσεων είναι, είτε θεωρούμε ότι τα δικαιώματα αυτά τα έχουμε από τη φύση μας είτε θεωρούμε ότι τα έχουμε επειδή μας τα παραχώρησε το κράτος. Το γεγονός ότι η απόλαυσή τους εξαρτάται δευτερευόντως ή καθόλου από υλικά αποτιμητές κρατικές υπηρεσίες δίνει ωστόσο μια διαφορετική διάσταση σε αυτό που ονομάζουμε «σκληρό πυρήνα» τους. Για την ακρίβεια, θεωρείται (από τα δικαστήρια πρωτίστως) ότι υπάρχει μια κόκκινη γραμμή αξιοπρέπειας ένθεν της οποίας καμία διαπραγμάτευση ή περιορισμός δεν μπορεί να γίνει δεκτός στα δικαιώματα αυτά. Αυτή εγγράφεται στον σκληρό πυρήνα αυτού που μας κάνει ανθρώπους, θα έλεγαν κάποιοι. Αντίστροφα, το γεγονός ότι η αποτελεσματική απόλαυση κοινωνικών δικαιωμάτων εξαρτάται άμεσα από υλικές παροχές οι οποίες εξ αντικειμένου σε συνθήκες κρίσης περιορίζονται δραστικά καθιστά πιο ελαστικό αυτόν τον κανονιστικό πυρήνα, κατά κάποιους δε ουσιαστικά τον ακυρώνει τελείως. Η θέση αυτή, απαύγασμα πολιτικού ρεαλισμού και (νεο)φιλελευθερισμού, φαίνεται να κυριαρχεί στην άλλη όχθη του Ατλαντικού και ολοένα και περισσότερο στα καθ? ημάς. Κατά ιστορικά παράδοξο τρόπο, φαίνεται ότι επί των ημερών μας αυτή η αντίληψη κυριαρχεί πλέον περισσότερο στην Ευρώπη παρά στην Αμερική.

Η άποψη που εκφράζεται εδώ είναι πως κατά κανόνα η απροϋπόθετη υπαγωγή τέτοιων διεκδικήσεων στη φαρέτρα των δικαιωμάτων ενέχει σοβαρούς κινδύνους απονομιμοποίησης του λόγου των δικαιωμάτων, κυρίως δε σε μια ιστορική συνθήκη απόλυτης απαξίωσης του χώρου κοινωνικής ευθύνης του κράτους και δραστικής του συρρίκνωσης. Το γεγονός αυτό ωστόσο δεν σημαίνει ότι ο χώρος των δικαιωμάτων -χώρος διαφορετικών στοχεύσεων από αυτόν της εργασίας- μπορεί να είναι αδιάφορος στις κρίσιμες εξελίξεις που αφορούν στις σχέσεις κεφαλαίου-εργασίας σε μια δεδομένη συγκυρία. Με άλλα λόγια, ο χώρος των δικαιωμάτων δεν είναι συνδικαλιστικός, και δεν πρέπει να είναι, διότι έχει άλλη ατζέντα, η οποία αφορά όλους, ακόμη και τους «ταξικούς αντιπάλους» ή αυτούς των οποίων τα ταξικά συμφέροντα συγκρούονται. Κυρίως δε αυτούς: ο χώρος των δικαιωμάτων είναι πειστικός και σύμφωνος με τις αρχές ενός ελάχιστου αποθέματος πολιτικού φιλελευθερισμού όταν, σύμφωνα με μια οικουμενική αντίληψη για το υποκείμενο δικαίου, υπερασπίζεται τα δικαιώματα όλων, ανεξαρτήτως κοινωνικής θέσης, καταγωγής, φύλου κλπ. Άρα, εξ ορισμού έχει μια ατζέντα που αφορά τον «καθένα», που λέει και το Σύνταγμα μας, ανεξάρτητα αν οι πολιτικές του στοχεύσεις μας βρίσκουν σύμφωνους ή αν είναι αστός ή προλετάριος.

Το γεγονός λοιπόν ότι κανείς επιμέρους αγώνας που λαμβάνει χώρα σε μια κοινωνία δεν είναι κοινωνικά στεγανός δεν μπορεί να οδηγεί στο συμπέρασμα ότι δεν έχει αξία να διεξάγεται ως τέτοιος. Αυτή είναι η θέση που εκφράζεται εδώ, προκαταβάλλοντας τα συμπεράσματα του κειμένου.

Στην εποχή της κρίσης: ένα όριο αυτονομίας και αξιοπρέπειας που δεν αίρεται

Πάντως, εφόσον κάνουμε δεκτό ότι ένα όριο αυτονομίας και αξιοπρέπειας επιβάλλει ένα στοιχειώδες επίπεδο εγγυήσεων στο χώρο των ατομικών δικαιωμάτων, που δεν αίρεται ακόμη και σε εξαιρετικές συνθήκες, τότε ένα αντίστοιχο όριο εξ αντικειμένου υπάρχει υπό καθεστώς συνθηκών δημοσιονομικής «έκτακτης ανάγκης». Το ζητούμενο είναι το πού βρίσκεται και με τι τεχνικά μέσα ταυτοποιείται.

Το να πούμε ότι τα δικαιώματα αλληλεξαρτώνται και δεν διαιρούνται, παρά το ότι είναι διαφορετικά, σημαίνει ότι η απόλαυση του οποιουδήποτε δικαιώματος ή ομάδας δικαιωμάτων συνεπάγεται την απόλαυση άλλων και αντιστρόφως, η συρρίκνωση του πεδίου άσκησης ενός δικαιώματος οδηγεί στην αντίστοιχη συρρίκνωση ή ακόμη και ακύρωση άλλων. Η ελευθερία κίνησης είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την άσκηση οποιουδήποτε άλλου ατομικού, πολιτικού ή κοινωνικού δικαιώματος. Αν μας έχουν κλεισμένους σε καθεστώς απαγόρευσης μετακίνησης, ούτε να ψηφίσουμε μπορούμε ούτε να δουλέψουμε ούτε να συναθροιστούμε. Μόνο να προσευχηθούμε γίνεται.

Παραθέτω ένα κομμάτι από παλιότερο άρθρο μου, και πάλι στα «Ενθέματα», λίγο μετά τις εκλογές του 2009 (11 Οκτωβρίου 2009): «Σε τέτοιες συνθήκες οικονομικής κρίσης πάντως αναδεικνύονται εξ αντικειμένου μείζονες απειλές στα δικαιώματα των ανθρώπων. Σε πρώτο επίπεδο, σχεδόν αυτονόητο είναι ότι η οικονομική κρίση δημιουργεί προϋποθέσεις υψηλής επικινδυνότητας σε ό,τι αφορά την απολαβή των κοινωνικών δικαιωμάτων, με πρώτο και καλύτερο αυτό της εργασίας και της αξιοπρεπούς διαβίωσης για μείζονα πληθυσμιακά στρώματα. Η εργασιακή απειλή εκτείνεται όμως σε δεύτερο λόγο και στην αποτελεσματική άσκηση των ατομικών δικαιωμάτων, καθώς πάγια απάντηση των νεοφιλελεύθερων πολιτικών στην διαμαρτυρία που προκαλεί η συστολή των κοινωνικών δικαιωμάτων είναι ο περιορισμός των ατομικών: η αστυνομική καταστολή και η απαξίωση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας είναι παρακολούθημα συγκεκριμένων επιλογών στο χώρο της οικονομίας που επιχειρούν να αλλάξουν τη σχέση κεφαλαίου-εργασίας, αποδίδοντας στο κεφάλαιο περαιτέρω συγκριτικά πλεονεκτήματα για την αντιμετώπιση της ύφεσης. Σε αυτό το πλαίσιο λοιπόν, το ζήτημα της προστασίας των δικαιωμάτων των ανθρώπων και της επεξεργασίας στρατηγικών προώθησής τους στο μετεκλογικό περιβάλλον είναι κεντρικό προγραμματικό καθήκον με δομικές αναφορές στη μείζον αντίθεση που βιώνει η κοινωνία μας και όχι περιφερειακή ενασχόληση ιδιωματικών και υπερευαίσθητων φιλάνθρωπων με τα δικαιώματα των αδυνάτων».

Πιστεύω ότι τα παραπάνω διατηρούν την επικαιρότητά τους, με μια προσθήκη. Είναι δεδομένο ότι το προϊόν του συσχετισμού κοινωνικών δυνάμεων εξ αντικειμένου φορά τον μανδύα των δικαιωμάτων. Το γεγονός ότι ο αγώνας για τα δικαιώματα δεν μπορεί να διεξαχθεί ανεξάρτητα από την έκβαση των κοινωνικών ανταγωνισμών που τον περιβάλλουν σε συνθήκες κρίσης δεν σημαίνει ότι απολύει τη δική του αυτονομία. Εξάλλου, είπαμε πως είναι ο μόνος αγώνας που από τη φύση του μπορεί να διεξαχθεί για τον καθένα, από τον απελπισμένο άνεργο που εξαθλιώνεται ως τον μεγαλογιατρό που φοροδιαφεύγει (και διασύρεται βλέποντας το όνομα του δημοσιευμένο σε εφημερίδες πριν την έκδοση (κατα)δικαστικής απόφασης).

Από ποιο σημείο η συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους αφορά αυτόνομα την ατζέντα των δικαιωμάτων;

Ο χώρος των δικαιωμάτων μπορεί να έχει ατζέντα ανεξάρτητα από τους κοινωνικούς συσχετισμούς που υπάρχουν σε μια πολιτική κοινότητα, γνωρίζοντας ωστόσο και τα όρια αυτής της ατζέντας. Τα όρια της «στρατηγικής των δικαιωμάτων» αφορούν προτεραιότητες και ιεραρχήσεις που είναι το ίδιον κάθε πολιτικής δράσης. Από τη μια δεν μπορεί να «σφυρίζει αδιάφορα» για τις δραστικές κοινωνικές ανακατατάξεις που προέρχονται από περικοπές, από την άλλη όμως δεν μπορεί να μιλά για αυτές τις ανακατατάξεις σαν να ήταν συνδικάτο. Αν το κάνει, χάνει την ταυτότητά του και σε τελευταία ανάλυση την ίδια του την νομιμοποίηση και πειστικότητα. Το κρίσιμο λοιπόν ερώτημα είναι το εξής: Πού τοποθετείται το όριο πέρα από το οποίο η συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους αφορά αυτόνομα την ατζέντα των δικαιωμάτων. Κατά την άποψή μου, το κρίσιμο δεδομένο αφορά ένα ελάχιστο περιεχόμενο κοινωνικής προστασίας, το οποίο αποτελεί το κατώφλι αναγνώρισης ατομικής-πολιτικής αυτονομίας και ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Ένα παράδειγμα: δεν είναι δουλειά του χώρου των δικαιωμάτων να υποδείξει ποιο είναι το κατώτατο όριο μισθού ή σύνταξης που είναι ανεκτό στη σημερινή συγκυρία. Αν όμως υποθέσουμε ότι σε συνθήκες παύσης πληρωμών, η κυβέρνηση κόψει σε όλους τους μισθούς 800 ευρώ και σε όλες τις συντάξεις 500 ευρώ, τότε το θέμα αλλάζει. Διότι τότε οι χαμηλόμισθοι ή χαμηλοσυνταξιούχοι θα στερηθούν ακόμη και αυτό το ελάχιστο που εξασφαλίζει το «κατώφλι αναγνώρισης ατομικής αυτονομίας και ανθρώπινης αξιοπρέπειας», αυτήν την κόκκινη γραμμή που μας καθιστά υποκείμενα δικαίου. Εκεί έχουμε λόγο.

***

Εν κατακλείδι, ο αγώνας για τα δικαιώματα δεν μπορεί να αυτόνομος ακόμη και σε συνθήκες κρίσης, ίσως ιδίως δε σε συνθήκες κρίσης. Το γεγονός αυτό δεν πρέπει όμως να οδηγεί σε επικίνδυνα συμπεράσματα που υπαγορεύουν είτε τη συμπερίληψη μεγαλύτερου τμήματος κοινωνικής ύλης από αυτήν που η ατζέντα των δικαιωμάτων μπορεί να αντέξει (δηλαδή, «όλες οι κοινωνικές κατακτήσεις είναι δικαιώματα») είτε την απαξίωση της ατζέντας καθεαυτής («τα δικαιώματα δεν είναι τίποτε») εφόσον άλλη είναι η μείζον αντίθεση της κοινωνίας. Εξάλλου, αυτή η αντίθεση διαπερνά και τον χώρο των δικαιωμάτων, στο πλαίσιο του οποίου συνομολογούνται συμμαχίες, γίνονται ιεραρχήσεις, αξιολογούνται στρατηγικές και τίθενται προτεραιότητες. Όπως σε κάθε χώρο που ασκείται πολιτική.

Ευχαριστώ τον Δημήτρη Δημούλη, την Ελένη Καλαμπάκου, την Κλειώ Παπαπαντολέων και την Ελένη Τάκου για τις παρατηρήσεις τους

Ο Δημήτρης Χριστόπουλος διδάσκει στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και είναι αντιπρόεδρος του Δ.Σ. της. Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου

 

κοινωνικά δικαιώματα

Μέλος

Newsletter